29/4/13

150 χρόνια Καβάφης

Σαν σήμερα, πριν από 150 χρόνια γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, ο Κωνσταντίνος Καβάφης, όπου και πέθανε, σε ηλικία 70 ετών, την ημέρα των γενεθλίων του, στις 29 Απριλίου του 1933. Στην Ελλάδα ο Kαβάφης έγινε γνωστός με το ιστορικό άρθρο του Γρ. Ξενόπουλου στα Παναθήναια (1903), ενώ η εξοικείωση του αγγλόφωνου κοινού με το έργο του συντελέστηκε μέσω του Άγγλου μυθιστοριογράφου και προσωπικού του φίλου (1919), E. M. Φόρστερ. Τα ποιήματα του Καβάφη χαρακτηρίζονται από έντονη συμβολιστική τάση, ενώ ο λιτός λόγος και η διαχρονικότητα του λογοτεχνικού του έργου, εκθειάζεται πλέον και από τους πιο σημαντικούς διανοητές του 20ου αιώνα.  Η ειρωνική διάθεση, αυτό που ονομάστηκε «καβαφική ειρωνεία», συνδυάζεται με την τραγικότητα της πραγματικότητας και αποτέλεσε το σημείο αναφοράς για πολλούς μεταγενέστερους ποιητές. Το έργο του έγινε αντικείμενο μακρόχρονης μελέτης σε όλο τον κόσμο και τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, γιαπωνέζικα και σε πολλές άλλες γλώσσες. Έμπρακτη εξάλλου αναγνώριση αποτελεί και το γεγονός ότι ο Μπέρτολτ Mπρεχτ έγραψε και δημοσίευσε το 1953 ένα ποίημα, το οποίο είχε βασίσει στους καβαφικούς "Tρώες". Φέτος, το Υπουργείο Παιδείας, με αφορμή τα 150 χρόνια από την γέννησή του, έχει ανακηρύξει το 2013 ως «Έτος Καβάφη».




 Λίγα λόγια για τη ζωή και το έργο του Κ. Καβάφη.

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης ήταν το ένατο και τελευταίο παιδί μίας εύπορης οικογένειας μεγαλεμπόρων με καταγωγή από το Φανάρι. Τα οικονομικά προβλήματα, που προέκυψαν ύστερα από τον θάνατο του πατέρα του, εξανάγκασαν την οικογένειά του να μετακομίσει από την Αλεξάνδρεια στο Λονδίνο, όπου ο Καβάφης ως μαθητής θα διδαχθεί την Αγγλική γλώσσα ως μητρική, αλλά παράλληλα θα μάθει ελληνικά και γαλλικά. Μετά από κάποια χρόνια, η οικογένειά του επιστρέφει στην Αλεξάνδρεια και ο έφηβος πλέον Καβάφης συνεχίζει τις σπουδές του στο Εμποροπρακτικό Λύκειο «Ερμής». Το 1882, κατά τη διάρκεια της αιγυπτιακής εξέγερσης κατά των Άγγλων, μετακομίζει με την οικογένειά του για τρία χρόνια (ως τον Οκτώβριο του 1885) στην Κωνσταντινούπολη, στο σπίτι του φαναριώτη παππού του, Γεωργάκη Φωτιάδη, γεγονός το οποίο παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην μετέπειτα λογοτεχνική του πορεία.

Σύμφωνα με τις ανέκδοτες βιογραφικές σημειώσεις της Ρίκας Σεγκοπούλου (πρώτης συζύγου τού μετέπειτα κληρονόμου τού Καβάφη), ο ποιητής εκδήλωσε στην Πόλη για πρώτη φορά την ομοφυλοφιλία του, αναπτύσσοντας πιθανότατα τρυφερά συναισθήματα για τον εξάδελφό του Γ. Ψύλλιαρη. Επίσης, κατά τη διάρκεια παραμονής του στην Πόλη, ξεκινούν οι πρώτες συστηματικές του προσπάθειες να επιδοθεί στην ποιητική τέχνη, γράφοντας στίχους στα ελληνικά και στα αγγλικά και παράλληλα να μεταφράζοντας ποιήματα. Η πρώιμη αυτή προσπάθεια του Καβάφη επιβεβαιώνεται και από μια ομάδα αδημοσίευτων από τον ίδιο ποιημάτων, τα οποία εκδόθηκαν το 1968 μαζί με άλλα ανέκδοτα ποιήματά του από τον Γ. Π. Σαββίδη. Επίσης, κατά το διάστημα εκείνο, ο ποιητής ολοκλήρωσε κάποιες μελέτες, που είχε ήδη αρχίσει κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αγγλία, πάνω στην Αρχαία και Μεσαιωνική Ελληνική Φιλολογία. Τον Οκτώβριο του 1885, ο Καβάφης επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια μαζί με τη μητέρα του και τους αδελφούς του, Αλέξανδρο και Παύλο.

Το 1891 υπήρξε ένα έτος – σταθμός για τον Καβάφη, αφού τότε ο ποιητής εξέδωσε σε αυτοτελές φυλλάδιο το πρώτο αξιόλογο ποίημά του με τίτλο «Κτίσται», όπως επίσης δημοσίευσε και μερικά σημαντικά πεζά κείμενά του.

Το 1899, πέθανε η μητέρα του, σε ηλικία 65 ετών, γεγονός που κυριολεκτικά συγκλόνισε τον ποιητή, ενώ σε σύντομο χρονικό διάστημα ακολούθησαν οι θάνατοι των αδελφών του Γιώργου (1900), Αριστείδη (1902) και Αλέξανδρου (1905), του ξαδέλφου του Γ. Ψύλλιαρη (1918), του αδελφού του Παύλου (1920) και, τέλος, του πιο αγαπημένου του αδελφού, Τζων (1923). Οι θάνατοι αυτοί είναι τα μοναδικά αξιόλογα  γεγονότα από την προσωπική ζωή του ποιητή, εν αντιθέσει προς την πλούσια ποιητική του δράση, η οποία θα συνεχιστεί και θα κορυφωθεί σταδιακά, κυρίως μετά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα.

Κατά τα έτη 1901 και 1903, ο Καβάφης ταξίδεψε στην Ελλάδα, όπου γνωρίστηκε με τον Πολέμη και τον Πορφύρα. Όμως, η ουσιαστικότερη γνωριμία του ήταν με τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, ο οποίος δημοσίευσε στο περιοδικό «Παναθήναια» το ιστορικής σημασίας άρθρο του για τον Καβάφη, με τίτλο «Ένας Ποιητής», με το οποίο παρουσίασε με τον πιο εγκωμιαστικό τρόπο τη καβαφική ποίηση στο αθηναϊκό κοινό. Το άρθρο αυτό έκανε γνωστό τον Καβάφη στον χώρο της Νεοελληνικής Ποίησης, παρά την αντίδραση του κυρίαρχου λογοτεχνικού Δημοτικισμού που εκπροσωπούσαν ο Ψυχάρης και ο Παλαμάς. Ο Ψυχάρης είχε χαρακτηρίσει τον Καβάφη «καραγκιόζη», ο δε Παλαμάς επαναλάμβανε ακόμη και μέχρι το 1935: «Τα έργα τού Καβάφη, στίχος, γλώσσα, έκφραση, μορφή και ουσία, μού φαίνονται σα σημειώματα που δεν ημπορούν ή που δεν καταδέχονται να γίνουν ποιήματα…».

Το 1903, ο Καβάφης έγραψε το πιο αξιόλογο πεζό του κείμενό, «Ποιητική», το οποίο στην ουσία αποτελεί έναν «φιλοσοφικό έλεγχο» των ποιημάτων του.

Το 1907, ο Κωνσταντίνος Καβάφης εγκαθίσταται στον δεύτερο όροφο κάποιου σπιτιού, στην οδό Λέψιους 10, όπου τους πρώτους μήνες, έμενε μαζί με τον αδελφό του Παύλο. Στο διαμέρισμα αυτό ο ποιητής έζησε μέχρι το τέλος της ζωής του, παράγοντας το πιο αξιόλογο ποσοτικά και ποιοτικά μέρος του έργου του,  ενώ, καθώς η φήμη του εξαπλωνόταν στην Αλεξάνδρεια, στην Αθήνα και στο εξωτερικό, οι επώνυμους επισκέπτες του διαμερίσματος πλήθαιναν. Ενδεικτικά αναφέρονται ο Ίων Δραγούμης, με τον οποίο ο Καβάφης συνδέθηκε με βαθύτατη φιλία, η Πηνελόπη Δέλτα, ο Άγγλος μυθιστοριογράφος E. M.Forster, που συνέβαλε αποφασιστικά στη γνωριμία του αγγλόφωνου κοινού με την ποίησή του, ο André Maurois, ο Καζαντζάκης, ο Ουράνης και η Μυρτιώτισσα.

Το σώμα των Καβαφικών ποιημάτων περιλαμβάνει:
  • Τα 154 ποιήματα που αναγνώρισε ο ίδιος (τα λεγόμενα «Αναγνωρισμένα»),
  • τα 37 «Αποκηρυγμένα»  ποιήματά του, τα περισσότερα νεανικά, σε ρομαντική καθαρεύουσα, τα οποία αργότερα αποκήρυξε,
  • τα «Ανέκδοτα», δηλαδή 75 ποιήματα που βρέθηκαν τελειωμένα στα χαρτιά του, καθώς και τα 30 «Ατελή», που βρέθηκαν στα χαρτιά του χωρίς να έχουν πάρει την οριστική τους μορφή.

Εκτός από ποιήματα, ο Καβάφης έγραψε και πεζά, όπως δοκίμια και μελέτες, μεταξύ των οποίων: «Τα Ελγίνεια Μάρμαρα», «Οι Βυζαντινοί Ποιηταί», «Το Κυπριακόν ζήτημα», «Το τέλος του Οδυσσέως», «Μία σελίς της Τρωικής Ιστορίας» κ.ά.

Μετά τον θάνατό του, ο μεγάλος αυτός ποιητής, αποτέλεσε αντικείμενο μακροχρόνιων και εμπεριστατωμένων μελετών από πολλούς ποιητές και πεζογράφους, σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ μετά τον θάνατό του, αναγνωρίστηκε ως ένας από τους σημαντικότερους παγκοσμίως ποιητές τού 20ού αιώνα.

Περί ομοφυλοφιλίας του Καβάφη

Το 1983 το αφιέρωμα στον Καβάφη του περιοδικού «Journal of the Hellenic Diaspora» είχε προκαλέσει, μεταξύ άλλων, αρκετές συζητήσεις εξαιτίας της επισήμανσης των εκδοτών του περιοδικού, όπου στον πρόλογό του αφιερωματικού τεύχους, δήλωναν ότι ο Καβάφης δεν ήταν ούτε «διεστραμμένος» ούτε «πρόστυχος» ούτε «ερωτικός», αλλά ομοφυλόφιλος και κατέληγαν λέγοντας ότι «αν ο Καβάφης δεν ήταν ομοφυλόφιλος, δεν θα ήταν Καβάφης».

Στα είκοσι χρόνια που μεσολάβησαν έκτοτε γράφηκαν αρκετές μελέτες, άρθρα ακόμη και διατριβές για τον ερωτικό Καβάφη καθώς και ένα άρθρο του Πίτερ Μπίεν (1990), στο οποίο υποστήριζε ότι η ομοφυλοφιλία του Καβάφη ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για τη φήμη του στον αγγλόφωνο χώρο. Τονίζοντας ότι δεν υπάρχει ένας ξεχωριστός ομοφυλοφιλικός τρόπος για να μεταφραστεί η καβαφική ποίηση, ο Μπίεν καταλήγει ότι ο ομοφυλόφιλος έρωτας είναι άγονος και έτσι εξηγείται γιατί ο Καβάφης επιμένει στην πορεία και όχι στο αποτέλεσμα, στην απώλεια και όχι στη σταθερότητα.  (Πηγή: tovima.gr)

Παρακάτω, σας παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό ποίημα του Καβάφη...

Δύο νέοι, 23 έως 24 ετών  (Αναγνωρισμένα)

Aπ’ τες δεκάμισυ ήτανε στο καφενείον,

και τον περίμενε σε λίγο να φανεί.

Πήγαν μεσάνυχτα— και τον περίμενεν ακόμη.

Πήγεν η ώρα μιάμισυ· είχε αδειάσει

το καφενείον ολοτελώς σχεδόν.

Βαρέθηκεν εφημερίδες να διαβάζει

μηχανικώς. Aπ’ τα έρημα, τα τρία σελίνια του

έμεινε μόνον ένα: τόση ώρα που περίμενε

ξόδιασε τ’ άλλα σε καφέδες και κονιάκ.

Κάπνισεν όλα του τα σιγαρέτα.

Τον εξαντλούσε η τόση αναμονή. Γιατί

κιόλας μονάχος όπως ήταν για ώρες, άρχισαν

να τον καταλαμβάνουν σκέψεις οχληρές

της παραστρατημένης του ζωής.



Μα σαν είδε τον φίλο του να μπαίνει— ευθύς

η κούρασις, η ανία, η σκέψεις φύγανε.



Ο φίλος του έφερε μια ανέλπιστη είδησι.

Είχε κερδίσει στο χαρτοπαικτείον εξήντα λίρες.



Τα έμορφά τους πρόσωπα, τα εξαίσιά τους νειάτα,

η αισθητική αγάπη που είχαν μεταξύ τους,

δροσίσθηκαν, ζωντάνεψαν, τονώθηκαν

απ’ τες εξήντα λίρες του χαρτοπαικτείου.



Κι όλο χαρά και δύναμις, αίσθημα κι ωραιότης

πήγαν— όχι στα σπίτια των τιμίων οικογενειών τους

(όπου, άλλωστε, μήτε τους θέλαν πια):

σ’ ένα γνωστό τους, και λίαν ειδικό,

σπίτι της διαφθοράς πήγανε και ζητήσαν

δωμάτιον ύπνου, κι ακριβά πιοτά, και ξαναήπιαν.



Και σαν σωθήκαν τ’ ακριβά πιοτά,

και σαν πλησίαζε πια η ώρα τέσσερες,

στον έρωτα δοθήκαν ευτυχείς.

(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Πηγή: kavafis.gr
          palmografos.com


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου